- πομπευτικός
- πομπ-ευτικός, ή, όν,A processional of the foot παλιμβάκχειος, Sch.Heph.pp.216,302C.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πομπευτικός — ή, όν, Α [πομπεύω] 1. πομπευτήριος* 2. (στη μετρική) ο. μετρικός πόδας παλιμβάκχειος … Dictionary of Greek
πομπευτικόν — πομπευτικός processional masc acc sg πομπευτικός processional neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)